ἀλλοτρίων — ἀλλότριος of fem gen pl ἀλλότριος of masc/neut gen pl ἀ̱λλοτρίων , ἀλλοτριόω estrange from imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱λλοτρίων , ἀλλοτριόω estrange from imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀλλοτριόω estrange from imperf ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… … Dictionary of Greek
Kleobulos — Statue des Kleobulos von Lindos Kleobulos von Lindos, griech. Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος oder Κλεόβουλος ὁ Ῥοδίος, war im 6. Jahrhundert v. Chr. der Tyrann von Lindos (einer bedeutenden Hafenstadt auf der griechischen Insel Rhodos). Kleobulos galt… … Deutsch Wikipedia
Kleobulos von Lindos — Kleobulos von Lindos, griech. Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος oder Κλεόβουλος ὁ Ῥοδίος, war im 6. Jahrhundert v. Chr. der Tyrann von Lindos (einer bedeutenden Hafenstadt auf der griechischen Insel Rhodos). Kleobulos galt anders als spätere Tyrannen nicht… … Deutsch Wikipedia
REGUM Filii — diverbiô sollenni olim universi Israelitae dicti sunt, ob singularem generis et Reip. sanctioris dignitatem nobilitatemque. Unde non semel occurrit in Talmudibus illud Rabb. Simeonis velut vulgari usu atque existimatione notissimum, Universi… … Hofmann J. Lexicon universale
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
επίσχεση — η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω] 1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.) 2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων») νεοελλ. 1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την… … Dictionary of Greek
θεματοφύλακας — ο 1. αυτός που αναλαμβάνει αμισθί τη φύλαξη ξένου κινητού πράγματος ύστερα από συνεννόηση με τον κάτοχο ή με τους κληρονόμους του 2. αυτός που λόγω αξιώματος ή κοινωνικής θέσης ή ειδικής ασχολίας αναλαμβάνει να διαφυλάσσει κάτι ως ιερό και… … Dictionary of Greek
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
κτέανον — κτέανον, τὸ (Α) 1. κτήμα, περιουσία (α. «ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾱν κτέανον», Πίνδ. β. «εἴ κεν ἀπ ἀλλοτρίων κτεάνων ἀεσίφρονα θυμὸν εἰς ἔργον τρέψας μελετᾷς βίου», Ησίοδ.) 2. (για ποίμνια) κτήνος (ἥντινά οἱ κτεάνων κομιδὴν έτίθεντο νομῆες», Θεόκρ … Dictionary of Greek